Γιάννης Ρίτσος, ο μέγας ποιητής και αγωνιστής

Στις 11 Νοεμβρίου συμπληρώθηκαν 28 χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου, ενός εκ των σημαντικότερων ανθρώπων του πνεύματος στη χώρα μας κατά τον 20ο αιώνα. Ο Ρίτσος γεννήθηκε στο νομό μας και συγκεκριμένα στη  Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909. Το τεράστιο σε όγκο, ποιότητα και αξία  έργο του επηρέασε όχι μόνο τους λάτρεις της ποίησης αλλά και μεγάλο μέρος του Ελληνικού λαού αφού πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν ευρέως.

Ο Γιάννης Ρίτσος πάνω απ’ όλα  ήταν ένας ακούραστος αγωνιστής που λάμβανε τον παλμό της κοινωνίας, τον αποκωδικοποιούσε με το δικό του μοναδικό  τρόπο και τον μετουσίωνε σε ποίηση. Ίσως  γι αυτό ο λόγος του,  πέρα από λυρικός και ερωτικός, ήταν ασυγκράτητος, χειμαρρώδης και  επαναστατικός  αφού σκοπός του ήταν  να εκφράσει το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Μπορεί να έζησε κάπως ανέμελα για ένα διάστημα κατά την παιδική του ηλικία αλλά, σε γενικές γραμμές, η ζωή του ήταν ένας συνεχής αγώνας για δημοκρατία, ελευθερία, ειρήνη και δικαιοσύνη κάτι που φαίνεται στα πολυάριθμα έργα που κληροδότησε στις επερχόμενες γενεές. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο μεγάλος  μας ποιητής  ήταν άνθρωπος  της πάλης, της διεκδίκησης και της αντίστασης. Ζούσε μέσα στην κοινωνία και κατανοούσε πλήρως τον τιτάνιο αγώνα των απλών ανθρώπων. Ίσως γι αυτό τα έργα του άγγιζαν τόσο πολύ τις πλέον ευαίσθητες ανθρώπινες χορδές βρίσκοντας πλατιά  απήχηση.

Από νεαρή ηλικία αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και σε ηλικία 18 ετών διαγνώστηκε με φυματίωση. Στα μαύρα χρόνια της Κατοχής πέρασε πολύ δύσκολα υποφέροντας από πείνα και πάσης φύσεως στερήσεις. Κυνηγήθηκε βάναυσα από τις κυβερνήσεις όχι μόνο κατά τον Εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή περίοδο αλλά και στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Συγκεκριμένα εξορίστηκε σε Λήμνο (1948-1949), Μακρόνησο (1949-1950), Άγιο Ευστράτιο (1950-1952) και σε Γυάρο, Λέρο, Σάμο κατά την επταετία της χούντας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να επιβαρυνθεί η ήδη καταπονημένη υγεία του. Παρόλα αυτά  με τη βοήθεια γιατρών και αγαπημένων προσώπων επέδειξε το ψυχικό του σθένος και κατάφερε να επιβιώσει μέσα σε τρομερά αντίξοες συνθήκες.

 Αξιοσημείωτο είναι ότι στη Μακρόνησο, όπου κρατείτο μαζί με το γνωστό συγγραφέα και σημαντικότατο μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου (1922-1978), πολλοί εξόριστοι-φυλακισμένοι υπέγραψαν την περιβόητη δήλωση μετανοίας μετά από ανελέητους ξυλοδαρμούς. Ο Ρίτσος γλίτωσε από αυτούς  διότι αρκετοί αξιωματικοί τον προφύλαξαν λέγοντας ψευδώς στους υφισταμένους τους στρατιώτες ότι υπάρχουν εντολές άνωθεν για τη διασφάλιση της σωματικής ακεραιότητάς του. Ουσιαστικά ήταν τόσο πολύ αποδεκτός ως μεγάλος ποιητής που “ανάγκαζε” ανθρώπους του συστήματος να τον προστατέψουν από τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι εξόριστοι.

 Όταν έγραψε τον ιστορικό Επιτάφιο το 1936, με αφορμή τη δολοφονία του αυτοκινητιστή Τάσου Τούση στη Θεσσαλονίκη κατά τη γενική απεργία, πουλήθηκαν τάχιστα σχεδόν 10.000 αντίτυπα, αριθμός εξωπραγματικός αν αναλογιστούμε ότι ο εμβληματικός Κωστής Παλαμάς, που εκτιμούσε βαθύτατα τον κατά 50 χρόνια νεότερό του Ρίτσο, πουλούσε μετά βίας 300 αντίτυπα. Είναι γνωστό μάλιστα ότι ο Ιωάννης Μεταξάς, που κατέλαβε δικτατορικά την εξουσία τρεις μήνες μετά την έκδοση του Επιταφίου, διέταξε το κάψιμο  250 αντιτύπων  του αριστουργηματικού έργου.

Η διεθνής αναγνώριση, στην οποία συνετέλεσε ιδιαιτέρως  «Η Σονάτα του σεληνόφωτος», δεν άργησε να έλθει και τρανή απόδειξη  ήταν η εκστρατεία κολοσσιαίων μορφών της τέχνης και του πνεύματος όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Λουί Αραγκόν για την απελευθέρωσή του από την εξορία στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Σημειωτέον ότι το  1970 είχε προσκληθεί ως τιμώμενο πρόσωπο μαζί με τον Χιλιανό, μετέπειτα Νομπελίστα, Πάμπλο Νερούδα (1904-1973) στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης στο Λονδίνο και η Ελληνική δικτατορική κυβέρνηση θα του επέτρεπε να πάει θέλοντας να δείξει στους Ευρωπαίους ότι οι κάτοικοι της Ελλάδας δεν υφίστανται καταπιέσεις ούτε απαγορεύσεις. Πριν το ταξίδι του ο Ρίτσος κλήθηκε και υποχρεώθηκε να επισκεφθεί τον Παττακό ο οποίος του συνέστησε να μην κατηγορήσει την (αυτοαποκαλούμενη)   εθνική κυβέρνηση. Φυσικά ο ποιητής αρνήθηκε να δεχθεί έναν τέτοιο συμβιβασμό και τελικά όχι μόνο δεν του επετράπη το ταξίδι στο Λονδίνο αλλά οδηγήθηκε πάλι  στην εξορία.

Μετά την πτώση της δικτατορίας ο ποιητής έζησε επιτέλους μια ήρεμη ζωή που συνοδεύτηκε από  πλήθος βραβεύσεων. Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Αγγελική Κώττη στο έργο της “Γιάννη Ρίτσος: ένα σχεδίασμα βιογραφίας” αναφέρει ότι από το 1974 έως το θάνατό του ο ποιητής μεταβλήθηκε σε μύθο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1975 τιμήθηκε από την Βουλγαρία με το Διεθνές βραβείο Γκιόργκι Δημητρόφ ενώ το 1977 έλαβε τη μεγαλύτερη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών, το βραβείο Λένιν. Επιπροσθέτως του απονεμήθηκε το Χρυσό μετάλλιο της πόλης των Αθηνών και ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Μια ακόμα κορυφαία διάκριση ήταν το 1986 όταν ανακηρύχθηκε Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης από τον ΟΗΕ. Πρέπει να αναφερθεί βέβαια  ότι δεν κέρδισε ποτέ  το Nόμπελ Λογοτεχνίας αφού ως αριστερός  οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο ήταν από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Ως γνωστόν  τα μέλη της Σουηδικής επιτροπής ήταν πολύ  συντηρητικά για να δώσουν το γνωστότερο διεθνές βραβείο σε κάποιον με τον οποίον διαφωνούσαν ιδεολογικά.

Στη συνέχεια παραθέτουμε συνοπτικά μια ενδιαφέρουσα ιστορία που αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης στην αυτοβιογραφία του “Οι δρόμοι του Αρχάγγελου“, τόμος ΙΙ, σελ. 949-954. Ο Μίκης μάς ταξιδεύει στο 1985 όταν ο ίδιος και ο Ρίτσος είχαν πάει στη Μόσχα όπου θα παρουσιαζόταν η έβδομη συμφωνία του Θεοδωράκη που στηρίζεται στην ποίηση του Ρίτσου. Τονίζει ότι και οι δύο δικαιούντo τιμές μέλους του Ανωτάτου Σοβιέτ ως κάτοχοι του βραβείου Λένιν. Κατά την επιστροφή στην Ελλάδα οι Σοβιετικοί δεν είχαν μεριμνήσει να είναι στην Α’ θέση οι δύο μεγάλοι δημιουργοί, κάτι που δεν ήταν τυχαίο όπως ισχυρίζεται ο Μίκης. Στα καθίσματα της πρώτης θέσης είχαν οριστεί να είναι ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων Δημήτρης Μπέης, που επέστρεφε από την ΕΣΣΔ, με τη συνοδεία του. Τονιστέον  ότι ο Μπέης ήταν  αντίπαλος του Μίκη (άρα και του ΚΚΕ και συνεπώς του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης) στις δημοτικές εκλογές του 1978. Ο μεγαλοφυής συνθέτης βλέποντας να αντιμετωπίζουν τον ίδιο και τον Ρίτσο ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας ακόμα και στην πατρίδα του κομμουνισμού, εξοργίστηκε και πήγε να καθίσει στην Α΄ θέση καλώντας επιτακτικά και τον ποιητή ο οποίος ήταν πιο διστακτικός. Όμως ο πάντα δυναμικός Μίκης δεν έκανε πίσω και τελικά κατάφερε να πείσει και τον ποιητή να καθίσει στην πρώτη θέση, όπου οι αεροσυνοδοί δεν τους έδωσαν το φαγητό της πρώτης θέσης αλλά της δεύτερης, τονίζοντας ότι η  αεροσυνοδός ήταν τελικώς υπερδύναμη αφού δεν δέχτηκε με κανένα τρόπο να προσφέρει στο συνθέτη και στον ποιητή αυτό που έπρεπε. Ο Μίκης τελειώνει αυτή την ιστορία αναφέροντας, εμφανώς απογοητευμένος, ότι μαζί του μειώθηκε κι ο Ρίτσος του οποίου το έργο αγνοούσαν ουσιαστικά οι Σοβιετικοί, μολονότι του είχαν δώσει το βραβείο Λένιν λίγα χρόνια νωρίτερα, αφού στην ΕΣΣΔ υπήρχαν τότε μία ή δύο μεταφράσεις των έργων του ποιητή ενώ στις καπιταλιστικές χώρες εκατοντάδες.

Εν κατακλείδι ο εξέχων μουσουργός υποστήριζε ότι η αποδοχή του έργου του ποιητή ήταν μεγαλύτερη στη Δύση παρά στη Σοβιετική Ένωση με την οποία είχε σαφώς στενότερη ιδεολογική συγγένεια. Οπωσδήποτε αυτό δείχνει την οικουμενικότητα του έργου του Ρίτσου.

Τέλος,  δεν είναι καθόλου υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ο Ρίτσος είναι παγκόσμιος. Είναι εντυπωσιακό ότι τα έργα του  μεταφράστηκαν σε περίπου 45 γλώσσες και η κληρονομιά που άφησε είναι ανυπολόγιστη. Αυτό που μένει -διόλου εύκολο βέβαια- είναι να μελετηθεί όσο γίνεται περισσότερο από τους αποδέκτες του έργου του που δεν είναι μόνο ο Ελληνικός λαός αλλά και όλοι οι πολίτες του κόσμου που μπορούν να διαβάσουν στη γλώσσα τους τα έργα αυτού του πραγματικά μεγάλου ανθρώπου και δημιουργού.

 

Το άρθρο είναι το Δημήτρη Κονιδάρη – Καθηγητή Πληροφορική

 

ΠΗΓΗ: www.musiccorner.gr