Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος «Μαραντόνα και Μέσι» (βίντεο)

Διαβάστε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος του Δημήτρη Κονιδάρη

Είδαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματος με Μαραντόνα και Μέσι αρκετά στοιχεία για την τεράστια καριέρα του Μέσι.  Από την άλλη πλευρά, πολλοί φίλαθλοι  αγνοούν ίσως ότι κι η καριέρα του παμμέγιστου Ντιέγκο δεν ήταν ίσως αυτό που φαντάζονται κατά τα πρώτα έτη της παρουσίας του στα Ευρωπαϊκά γήπεδα. Ο Μαραντόνα είχε γίνει ήδη γνωστός στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα πριν το Μουντιάλ της Ισπανίας 1982 αφού είχε  κάνει εντυπωσιακά πράγματα με την Αρζεντίνος Τζούνιορς και την Μπόκα Τζούνιορς. Απλώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε εύκολη πρόσβαση στην  εικόνα, που παρέχει σε αφθονία πλέον το Διαδίκτυο, και ο μύθος μεγάλωνε, σωστά βέβαια στην περίπτωση αυτή, από τα λιγοστά στιγμιότυπα και από τους δικαιολογημένους δημοσιογραφικούς διθυράμβους. Έτσι η πρώτη εμφάνιση του Ντιεγκίτο σε Μουντιάλ το 1982 στην Ισπανία ήταν πολυαναμενόμενη. Εκεί ο Ντιέγκο δεν δικαίωσε τις μεγάλες προσδοκίες και μάλιστα έδειξε την κακή πλευρά του χαρακτήρα του με την αποβολή του απέναντι στη θεαματικότατη Βραζιλία των Ζίκο, Σόκρατες, Φαλκάο.

Την επόμενη διετία 1982-1984 αγωνίστηκε με τα χρώματα της Μπαρτσελόνα όπου υπήρξαν στιγμές που έδειξε το αστείρευτο ταλέντο του αλλά, σε γενικές γραμμές, η πορεία του δεν ήταν επιτυχημένη λόγω τραυματισμών και της ηπατίτιδας ενώ και η ίδια η Μπάρτσα δεν διήγε τις καλύτερες χρονιές της. Επομένως ήταν κοινά παραδεκτό ότι  μέχρι το 1984 και τη μεταγραφή του στη Νάπολι ο Μαραντόνα δεν είχε φθάσει  στο επίπεδο που επιθυμούσε ο ίδιος και οι απανταχού φίλοι του ποδοσφαίρου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή οι μη Ευρωπαίοι παίκτες δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό του γαλλικού περιοδικού France Football για τη Χρυσή μπάλα. Εξάλλου ο μονοκράτορας της εποχής ήταν ο θρυλικός Γάλλος Μισέλ Πλατινί με τις τρεις συνεχόμενες κατακτήσεις (1983, 1984, 1985) με αποτέλεσμα να θεωρείται ευρέως ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στον πλανήτη.  Ο μοναδικός γνωστός, έως τις ημέρες μας, διαγωνισμός  στον οποίο είχαν δυνατότητα συμμετοχής όλοι οι ποδοσφαιριστές, ανεξαρτήτως εθνικότητας,  ήταν του Αγγλικού περιοδικού World Soccer  στον οποίο ο Μαραντόνα παρουσίασε αξιόλογη επιτυχία  το 1983 όταν κατέλαβε την 4η θέση μετά τους Ζίκο, Πλατινί, Φαλκάο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1982 (πρώτη χρονιά του διαγωνισμού) η πρώτη τριάδα ήταν Ρόσι, Ρουμενίγκε, Φαλκάο και το 1984 Πλατινί, Ίαν Ρας, Ζίκο με τον Μαραντόνα να μην είναι ούτε στη δεκάδα τις δύο συγκεκριμένες χρονιές.  Η παρουσία του στη Νάπολι κατά την περίοδο 1984-1985 του έδωσε τη δυνατότητα να δείξει περισσότερο τις ασύγκριτες ικανότητές του και να κερδίσει την 3η θέση στο διαγωνισμό του World Soccer το 1985 μετά τους Πλατινί και Πρέμπεν Έλκιερ. Από εκεί και πέρα ο Μαραντόνα ακολούθησε τρομερά ανοδική πορεία με αποκορύφωμα τη διαστημική απόδοσή του στο Μουντιάλ του Μεξικού όπου ορθώς δημιουργήθηκε ο απόλυτος μύθος γύρω από το όνομά του.

Κατά την τετραετία 1986-1990 ο Μαραντόνα σημείωσε τις σημαντικότερες επιτυχίες του επί Ευρωπαϊκού εδάφους. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1986-1987 κέρδισε πρωτάθλημα και κύπελλο Ιταλίας με την Νάπολι, ένα επίτευγμα εξόχως εντυπωσιακό αφού έως τότε οι ομάδες του Ιταλικού Βορρά κυριαρχούσαν απόλυτα στο Καμπιονάτο. Την περίοδο 1988-1989 κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ (σημερινό Europa League) κάτι αδιανόητο στην προ Μαραντόνα εποχή. Τέλος, το 1989-1990 κατάφερε να υπερκεράσει το κολοσσιαίο εμπόδιο της πρωταθλήτριας Ευρώπης Μίλαν των Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ, Μπαρέζι, Ντοναντόνι, Ανσελόττι και Μαλντίνι. Μπορεί ίσως αυτές οι  συλλογικές επιτυχίες του Ντιεγκίτο να μην φαίνονται ούτε πολλές ούτε σημαντικές σε σχέση με τα κατορθώματα του Μέσι με την Μπαρτσελόνα αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη κάποιοι παράγοντες όπως:

  • Το Ιταλικό πρωτάθλημα ήταν εκείνη την εποχή, μακράν του δευτέρου, το ισχυρότερο και δυσκολότερο του κόσμου με πολύ εντονότερο ανταγωνισμό από αυτόν που έχει τώρα το Ισπανικό πρωτάθλημα. Προς επίρρωση των ανωτέρω αναφέρουμε τους πρωταθλητές στην Ιταλία από το 1984, έτος άφιξης του Μαραντόνα, έως το 1991 όταν ουσιαστικά τελείωσε η καριέρα του Ντιεγκίτο στην Νάπολι:
    • 1985 Βερόνα
    • 1986 Γιουβέντους
    • 1987 Νάπολι
    • 1988 Μίλαν
    • 1989 Ίντερ
    • 1990 Νάπολι
    • 1991 Σαμπντόρια

 

δηλαδή παρατηρούμε ότι κάθε χρόνο άλλαζε ο πρωταθλητής  σε αντίθεση με το Ισπανικό πρωτάθλημα από το 2004 (όταν ο Μέσι υπέγραψε συμβόλαιο με την Μπαρτσελόνα) που έχει κερδίσει εννέα  τίτλους η Μπαρτσελόνα, τέσσερις  η Ρεάλ Μαδρίτης και μόλις έναν όλοι οι υπόλοιποι (Ατλέτικο Μαδρίτης το 2014)

  • Η Νάπολι ήταν μια ασήμαντη δύναμη έως την άφιξη του Μαραντόνα. Μπορεί να απέκτησε στη συνέχεια σπουδαίους παίκτες όπως Καρέκα, Αλεμάο, Ντε Νάπολι, Καρνεβάλε, κ.α. αλλά αυτό δεν άλλαζε τη ζοφερή πραγματικότητα πως έως την έλευση του Ντιεγκίτο δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια υπολογίσιμη δύναμη στον Ιταλικό χώρο, πόσο μάλλον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
  • Ο Ιταλικός Νότος υστερούσε κατά πολύ σε σχέση με τον κραταιό Βορρά (Γιουβέντους, Μίλαν, Ίντερ).
  • Εκείνη την εποχή η προστασία των μεγάλων αστέρων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Π.χ στον τελικό του Κυπέλλου Ισπανίας 1983 Μπαρτσελόνα-Ρεάλ είναι ηλίου φαεινότερο ότι σκοπός των Μαδριλένων ήταν να χτυπήσουν και να σακατέψουν τον Μαραντόνα. Με τη διαιτησία των ημερών μας τουλάχιστον η μισή Ρεάλ θα είχε αποβληθεί.

(τελικός κυπέλλου Ισπανίας 1983)

Βέβαια η Αργεντινή, αν και διοργανώτρια, απέτυχε στο Κόπα Αμέρικα 1987 παρόλο που ήταν το μεγάλο φαβορί έχοντας τον κορυφαίο παίκτη του κόσμου στις τάξεις της. Κάτι ανάλογο έγινε και στο Κόπα Αμέρικα του 1989, που κατέκτησε η Βραζιλία με Καρέκα, Μπεμπέτο, Ρομάριο. Ωστόσο οι συγκεκριμένες αποτυχίες  διεγράφησαν εύκολα από τη συλλογική μνήμη μετά την πορεία της Αργεντινής στο Μουντιάλ 1990. Στη διοργάνωση αυτή  ο Μαραντόνα, συνεπικουρούμενος από τον Σέρτζιο Γκοϊκοετσέα, οδήγησε  τη χώρα του στον τελικό χωρίς όμως  να πλησιάσει ούτε κατ’ ελάχιστο την εξωπραγματική απόδοση του 1986. Οπωσδήποτε δεν γίνεται να ξεχαστεί το μαγικό σλάλομ, που  χάρισε στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό κοινό,  στον αγώνα με τη Βραζιλία στη φάση των 16. Με αυτή την εντυπωσιακή ενέργεια  οδήγησε τον Κανίγια στην επίτευξη του νικητήριου τέρματος.

Αργεντινή-Βραζιλία 1-0 στο Μουντιάλ 1990

Συμπερασματικά η πορεία του Μαραντόνα σε επίπεδο Εθνικών ομάδων είναι ασυγκρίτως ανώτερη από αυτή του Μέσι, πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε την απλησίαστη απόδοση του Ντιεγκίτο στα γήπεδα του Μεξικού το 1986. Εξάλλου είναι κοινώς παραδεκτό ότι ποτέ στο παρελθόν δεν έφθασε ένας ποδοσφαιριστής σε μεγάλη διοργάνωση Εθνικών ομάδων στα επίπεδα του Μαραντόνα το 1986. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η ανυπέρβλητη κλάση του Μαραντόνα σημάδεψε ανεξίτηλα τις μεγάλες διοργανώσεις που συμμετείχε με τρόπο μοναδικό.

Από την άλλη πλευρά, σε συλλογικό επίπεδο είναι φανερό ότι ο Μέσι έχει κερδίσει  περισσότερους και σημαντικότερους τίτλους από τον Ντιέγκο αλλά αυτό έχει επιτευχθεί σε μία ήδη τεράστια ομάδα, καθοδηγούμενη από προπονητές  όπως Ράικαρντ, Γκουαρντιόλα, Βιλανόβα, Λουίς Ενρίκε και εμποτισμένη από τις ιδέες της σπουδαιότερης ποδοσφαιρικής μορφής όλων των εποχών, του αείμνηστου Γιόχαν Κρόιφ.  Ο Μέσι πέτυχε τα λαμπρά κατορθώματά του όντας το μεγάλο αστέρι σε μια πανίσχυρη ομάδα. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι παίκτες της Μπάρτσα αποτελούσαν το βασικό κορμό της Εθνικής Ισπανίας που θριάμβευσε στο Μουντιάλ 2010 καθώς και στα Euro 2008 και Euro 2012. Δηλαδή χωρίς τον Μέσι τα αστέρια της Μπάρτσα συμμετείχαν αποφασιστικά στην κατάκτηση τριών τίτλων σε Εθνικό επίπεδο ενώ ο Μέσι χωρίς τους υπερσυμπαίκτες του στη Μπαρτσελόνα δεν κατάφερε να κερδίσει κάποιον τίτλο.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο  Μέσι δεν μπορεί να ηγηθεί σε μία ομάδα. Άλλωστε και στην Αργεντινή πολλές φορές έχει οδηγήσει σε νίκες την εθνική ομάδα είτε σε προκριματικά είτε σε τελικές φάσεις μεγάλων διοργανώσεων. Απλώς η αποτυχία του να κερδίσει έναν μεγάλο τίτλο θα τον στοιχειώνει για πάντα. Αντίθετα ο Μαραντόνα αποδείχθηκε  ιδανικός στο δύσκολο ρόλο του να πάρει μία ομάδα από το ναδίρ και να την εκτοξεύσει στο ζενίθ. Παρόλα αυτά ο προβληματικός χαρακτήρας του και οι καταχρήσεις του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει σε υψηλό επίπεδο   μετά τα 30 του  ενώ ο Μέσι είναι ήδη 31 και συνεχίζει τη μεγαλειώδη πορεία του έχοντας σαφώς μεγαλύτερη διάρκεια σε υψηλό επίπεδο.

Φυσικά οι υποστηρικτές του ενός ή του άλλου πάντα θα ψάχνουν να βρίσκουν επιχειρήματα υπέρ του δικού του αγαπημένου παίκτη, πόσο μάλλον στην περίπτωση των Μαραντόνα και Μέσι που διεκδικούν, κατά πολλούς, τον επίζηλο τίτλο του κορυφαίου όλων των εποχών αν και κατά τη γνώμη μου ο τίτλος αυτός είναι αδόκιμος και δεν έχει νόημα να συζητάμε για τόσο διαφορετικές εποχές. Π.χ. οι υποστηρικτές του Μέσι λένε μεταξύ άλλων:

  1. Τώρα το ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο γρήγορο και οι παίκτες πολύ πιο γυμνασμένοι.
  2. Η παραμονή του Μέσι σε υψηλό επίπεδο έχει μεγαλύτερη διάρκεια από αυτή του Μαραντόνα
  3. Ο Μέσι έχει πετύχει πολύ περισσότερα γκολ

 

Από την άλλη πλευρά οι λάτρεις του Μαραντόνα ισχυρίζονται:

  1. Το ποδόσφαιρο τη δεκαετία του 1980 ήταν πολύ πιο αντιαθλητικό και δεν υπήρχε η παραμικρή προστασία στους μεγάλους αστέρες. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Μαραντόνα υπήρξε θύμα ανελέητων επιθέσεων όπως αυτή από το χασάπη του Μπιλμπάο Άντονι Γκοϊκοετσέα το 1983 ο οποίος του έσπασε το πόδι

Βίντεο

  1. Ποτέ άλλοτε δεν έφθασε παίκτης σε τόσο υψηλά επίπεδα απόδοσης σε Μουντιάλ οδηγώντας μια, ομολογουμένως, όχι πολύ ποιοτική ομάδα στην κατάκτηση του βαρύτιμου τροπαίου
  2. Πήρε την Νάπολι, μια ανυπόληπτη ομάδα, οδηγώντας τη στην κορυφή της Ιταλίας στο δυσκολότερο πρωτάθλημα του κόσμου και στην κατάκτηση Ευρωπαϊκού κυπέλλου
  3. Ήταν ο ορισμός του αγωνιστικού ηγέτη σε μία ομάδα

 

Αναμφιλέκτως  και οι δύο έχουν χαρίσει στο φιλοθεάμον κοινό πλήθος μαγικών στιγμών με τη στρογγυλή θεά. Γενικά όμως η σύγκριση παικτών τόσο διαφορετικών εποχών καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής. Εξάλλου οι δύο υπέρλαμπροι άσοι ακολούθησαν εντελώς διαφορετική πορεία. Ο μεν Μαραντόνα έπαιξε σε αρκετές ομάδες όπως Μπόκα Τζούνιορς, Μπαρτσελόνα, Νάπολι, Σεβίλλη, Νιούελς Ολντ Μπόις ενώ ο Μέσι μόνο στην Μπαρτσελόνα η οποία διήγε στο διάστημα αυτό (2004-σήμερα) τις σημαντικότερες στιγμές  στη λαμπρή ιστορία της για τις οποίες συνεισέφερε και ο ίδιος τα μέγιστα. Ο Μαραντόνα υπήρξε η επιτομή του παίκτη-ομάδα αφού απέδειξε ότι μπορεί να οδηγήσει μια μέτρια ομάδα στην κορυφή ενώ ο Μέσι υπήρξε το μεγάλο αστέρι σε μια ισχυρότατη ομάδα που σάρωσε τους τίτλους.

Γενικά η σύγκριση παικτών διαφορετικών εποχών είναι αγαπημένο θέμα αλλά ουσιαστικά δεν είναι λογικό να συγκρίνονται παίκτες από άλλες γενιές. Στο παρόν κείμενο παρατίθενται κάποια γεγονότα που αφορούν τους δύο Αργεντινούς αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την άποψη ότι από όλους τους επίδοξους διαδόχους του Μαραντόνα, ο Μέσι είναι αυτός που τον πλησίασε περισσότερο σε στιλ και σε αξία. Κάποιοι θεωρούν ότι τον έχει ήδη ξεπεράσει αφού ψηφίζουν με τα δικά τους αντικειμενικά ή υποκειμενικά κριτήρια. Το ευτύχημα για τους απανταχού ποδοσφαιρόφιλους είναι ότι ο Μέσι συνεχίζει να μαγεύει και να χαρίζει εκπληκτικής ομορφιάς στιγμές στο φιλοθεάμον κοινό. Για τον Μαραντόνα υπάρχει μόνο το βίντεο αφού είναι πια 58 ετών. Σε κάθε περίπτωση οι δύο άσσοι εξ Αργεντινής είναι σίγουρα από τους κορυφαίους που έχουμε δει ποτέ.

 

Δημήτρης Κονιδάρης