Ένα άρθρο του Δημήτρη Κονιδάρη
Μεταξύ 8-19 Αυγούστου 1990 διεξήχθη στην Αργεντινή το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Καλαθοσφαίρισης, γνωστότερο ως Μουντομπάσκετ. Οι αφορμές για την αναφορά σε αυτό το τουρνουά είναι αφενός η συμπλήρωση 30 ετών και αφετέρου η τελευταία εμφάνιση σε παγκόσμια διοργάνωση της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Εντούτοις, το σημαντικότερο στοιχείο για εμάς τους Έλληνες ήταν η εξαιρετική πορεία της Εθνικής μας που κατέλαβε τελικά την 6η θέση κάτι που συνιστούσε, αναμφιβόλως, μεγάλη επιτυχία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Εθνική μας πήγαινε σε τελική φάση Παγκοσμίου Πρωταθλήματος για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας το 1986 όπου κατέλαβε την 10η θέση. Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια, ωστόσο, είχαν μεσολαβήσει πολλές αλλαγές με πλέον βαρύνουσα τον απίστευτο θρίαμβο στο Ευρωμπάσκετ 1987 και στη συνέχεια με τη 2η θέση και το αργυρό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ 1989 (ύστερα από την εκπληκτική νίκη απέναντι στους Σοβιετικούς).
Οι βλέψεις της Εθνικής μας ήταν δικαιολογημένα υψηλές αφού είχε μια ισχυρή πεντάδα, διόλου αξιοκαταφρόνητη εμπειρία και, φυσικά, τον Νίκο Γκάλη. Όμως, λίγο πριν την έναρξη του τουρνουά ο Γκάλης τραυματίστηκε και τέθηκε εκτός διοργάνωσης δημιουργώντας πολλές ανησυχίες για το τι θα μπορούσε να πετύχει η ομάδα μας. Έτσι, το μεγάλο φορτίο έπεσε στους τρεις σωματοφύλακες Γιαννάκη, Φασούλα, Χριστοδούλου οι οποίο ανταποκρίθηκαν περίφημα στο ρόλο τους. Στον εναρκτήριο αγώνα η Εθνική μας καθοδηγούμενη από τον καταπληκτικό Παναγιώτη Γιαννάκη παραλίγο να πετύχει μια ιστορική νίκη απέναντι στις ΗΠΑ, που εμφανίστηκαν για τελευταία φορά με παίκτες από τα κολλέγια αφού είχε ανοίξει ο δρόμος για τους παίκτες από το ΝΒΑ από την προηγούμενη χρονιά (1989). Δυστυχώς, η σφαγιαστική διαιτησία στέρησε από την Εθνική μας, με το κακώς ακυρωθέν καλάθι του Γαλακτερού, μία νίκη που δικαιούνταν πέρα για πέρα. Ακολούθως, στον κρισιμότερο αγώνα της διοργάνωσης, η Εθνική μας επικράτησε της Ισπανίας με φοβερές εμφανίσεις από Φάνη και Γιαννάκη ενώ στον 3ο αγώνα η Νότια Κορέα δεν μπόρεσε να αντισταθεί ούτε στο ελάχιστο στην πολύ ανώτερη ομάδα μας.
Στη δεύτερη φάση η Εθνική μας ξεκίνησε πολύ δυνατά απέναντι στην Σοβιετική Ένωση που αγωνιζόταν χωρίς τους Λιθουανούς (Σαμπόνις, Μαρτσουλιόνις, Κουρτινάιτις, Χομίτσιους) αλλά έπαθε ολική κατάρρευση στο δεύτερο ημίχρονο (σημείωσε μόλις 17 πόντους) και ηττήθηκε. Ο επόμενος αγώνας ήταν με την Βραζιλία του μεγάλου Οσκάρ Σμιντ με την Εθνική μας να επικρατεί με 103-88 και τον Γιαννάκη να πραγματοποιεί την κορυφαία εμφάνισή του με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα έχοντας 38 πόντους και 14 ασίστ πάσες (!!).
Στη συνέχεια οι Γιουγκοσλάβοι αποδείχτηκαν απροσπέλαστο εμπόδιο, επικρατώντας με 77-67, παρόλο που αγωνίζονταν χωρίς τον Ντράζεν. Κατά συνέπεια η Εθνική μας αποκλείστηκε από τα ημιτελικά και πάλευε για τη διεκδίκηση της 5ης θέσης κάτι που φάνηκε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί ύστερα από την επική νίκη (81-78) απέναντι στη γηπεδούχο Αργεντινή. Και σε αυτόν τον αγώνα ο αρχηγός της Εθνικής μας Π. Γιαννάκης ήταν συγκλονιστικός με 36 πόντους. Όμως, στον τελευταίο αγώνα η ομάδα μας δεν τα κατάφερε απέναντι στην Βραζιλία αφού ηττήθηκε με 97-94 με τον Οσκάρ να πετυχαίνει 44 πόντους βάλλοντας κατά ριπάς (πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης) και τον Γιαννάκη να σταματά στους 30. Η κατάληψη της 6ης θέσης στον κόσμο ήταν ένα σπουδαίο κατόρθωμα αφού η απουσία του Γκάλη και η εχθρική διαιτησία δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο την προσπάθεια των διεθνών μας.
Ωστόσο, στη διοργάνωση τα μεγάλα φαβορί ήταν η Γιουγκοσλαβία του Ντούσαν Ίβκοβιτς και οι ΗΠΑ του Μάικ Σιζέφσκι (πριν κερδίσει τους τίτλους στο NCAA). Οι Αμερικάνοι είχαν μια ομάδα με αρκετά ταλαντούχους παίκτες (Μούρνινγκ, Λέτνερ, Κένι Άντερσον, Όουενς) αλλά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τους τρομερούς Γιουγκοσλάβους. Σημειωτέον ότι οι Πλάβι είχαν σημαντικές απουσίες (Ράτζα, Βράνκοβιτς, Ντανίλοβιτς) ενώ ο μέγας Ντράζεν δεν ήταν πλήρως συγκεντρωμένος αφού τον απασχολούσε η ενδεχόμενη μεταγραφή του από τους Μπλέηζερς, όπου ήταν παραγκωνισμένος. Οι Γιουγκοσλάβοι στην πρώτη φάση δεν ήταν τόσο καλοί και ηττήθηκαν από το Πόρτο Ρίκο (82-75) καταλαμβάνοντας τη 2η θέση στον όμιλο. Στην επόμενη φάση, όμως, «πάτησαν γκάζι» και εξαφανίστηκαν. Συγκεκριμένα, διέλυσαν την Βραζιλία (105-86) και την Σοβιετική Ένωση (100-77) ενώ δυσκολεύτηκαν μόνο από την Εθνική μας. Στα ημιτελικά οι Πλάβι νίκησαν τους Αμερικάνους με 99-91, πολύ ευκολότερα από ό,τι δείχνει το τελικό σκορ, καθοδηγούμενοι από τον ασταμάτητο Ντράζεν Πέτροβιτς που έπαιζε σαν να ήθελε να τιμωρήσει τους Αμερικάνους για την άδικη μεταχείρισή του στο ΝΒΑ.
Στον τελικό οι Γιουγκοσλάβοι με την τριάδα Πέτροβιτς, Κούκοτς, Πάσπαλι να κάνει ό,τι θέλει, δεν συνάντησαν κανένα σοβαρό εμπόδιο απέναντι στην Σοβιετική Ένωση των Βολκόφ, Τιχονένκο και Βέτρα.
‘Ετσι αναδείχτηκαν παγκόσμιοι πρωταθλητές λίγο πριν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ως χώρας και τελείωσε, σε παγκόσμιο επίπεδο, η πορεία μιας ομάδας που είχε πολλά ακόμα να δώσει στην καλαθοσφαίριση. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ενωμένη Γιουγκοσλαβία εμφανίστηκε τελευταία φορά στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης το 1991 στο οποίο κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με χαρακτηριστική άνεση.
Οι Σοβιετικοί φάνηκαν απολύτως ικανοποιημένοι με τη δεύτερη θέση ενώ οι Αμερικάνοι κατέκτησαν δύσκολα το χάλκινο μετάλλιο απέναντι στο αξιόμαχο Πόρτο Ρίκο. Ακόμα όμως και αυτό το μετάλλιο δεν ήταν αρκετό για να χρυσώσει το χάπι για τους πάντα φιλόδοξους Αμερικάνους. Έχοντας ηττηθεί από τους Σοβιετικούς στον ιστορικό ημιτελικό των Ολυμπιακών της Σεούλ δύο χρόνια νωρίτερα (1988), η νέα ήττα στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ 1990, αυτή τη φορά από τους καταφανώς ανώτερους Γιουγκοσλάβους, έδειξε ότι οι γεννήτορες του μπάσκετμπολ είχαν φθάσει πια στα όριά τους με τις κολεγιακές ομάδες απέναντι στις εμπειρότερες και ισχυρότερες Ευρωπαϊκές. Εξάλλου είχε ήδη ανοίξει από το 1989 ο ασκός του Αιόλου με την απόφαση της ΦΙΜΠΑ να δώσει άδεια στους παίκτες από το ΝΒΑ για να αγωνιστούν στις διεθνείς διοργανώσεις της. Γι’ αυτό άλλωστε συμμετείχαν στην Αργεντινή παίκτες όπως ο Πέτροβιτς, ο Ντίβατς και ο Βολκόφ οι οποίοι είχαν μετακινηθεί προς το ΝΒΑ από το 1989. Στην επόμενη διοργάνωση (Ολυμπιακοί της Βαρκελώνης το 1992) οι Αμερικάνοι εμφανίστηκαν με παίκτες από το ΝΒΑ που αποτέλεσαν την θρυλική ομάδα όνειρο (τα κατορθώματα της οποίας ξεφεύγουν από τα όρια του παρόντος άρθρου).
Συμπερασματικά, το Μουντομπάσκετ της Αργεντινής δεν ήταν μια ακόμα διοργάνωση αλλά αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες για τους ακόλουθους λόγους:
- Τελευταία εμφάνιση των Αμερικάνων με κολεγιόπαιδες πριν την είσοδο των ΝΒΑers
- Τελευταία εμφάνιση των τρομερών παιδιών από την ενωμένη Γιουγκοσλαβία
- Τελευταία εμφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης .
Από την επόμενη διοργάνωση η εμφάνιση των Αμερικάνων του ΝΒΑ και η εμφάνιση νέων δυνάμεων όπως Κροατία, Ρωσία, Λιθουανία, άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό τον καλαθοσφαιρικό πλανήτη.
Εντούτοις και για εμάς τους Έλληνες ήταν ένα ορόσημο αφού η έκτη θέση ήταν μια σπουδαία επιτυχία, χωρίς μάλιστα τη συμμετοχή του τεράστιου Νίκου Γκάλη ενώ φάνηκε ότι και η πρόκριση στα ημιτελικά δεν ήταν τόσο μακρινός στόχος.
Πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης αναδείχτηκε ο Τόνι Κούκοτς παρόλο που στον κομβικότερο αγώνα (με τους Αμερικάνους στον ημιτελικό) ο μέγας Ντράζεν ήταν με διαφορά ο καλύτερος. Από Ελληνικής πλευράς είχαμε θετικές εμφανίσεις πολλών παικτών (Φάνης, Φασούλας, Γαλακτερός) αλλά η μορφή ήταν, πέρας πάσης αμφιβολίας, ο αρχηγός Παναγιώτης Γιαννάκης.
Στον τελευταίο αγώνα με την Βραζιλία κατά την αποχώρησή του από το γήπεδο, σύσσωμοι οι φίλαθλοι έδωσαν ένα θερμό χειροκρότημα (standing ovation) στον αρχηγό της Εθνικής μας αναγνωρίζοντας τις εκπληκτικές του εμφανίσεις. Είναι από τις συγκλονιστικές αυτές στιγμές που ο αθλητισμός δείχνει το μεγαλείο του. Πάντως η Εθνική Ελλάδος έδειξε να εισέρχεται για τα καλά στους κυρίαρχους του αθλήματος αποδεικνύοντας ότι οι Ευρωπαϊκές επιτυχίες του 1987 και του 1989 δεν ήταν φωτοβολίδες. Η συνέχεια ήταν, ως γνωστόν, πολύ επιτυχημένη αφού η Εθνική μας κατέλαβε την 4η θέση σε τρία συνεχόμενα Ευρωμπάσκετ (1993,1995,1997) και σε δύο Μουντομπάσκετ (1994,1998) ενώ συμμετείχε για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες το 1996 (5η θέση).
Δημήτρης Κονιδάρης