Διαβάστε το άρθρο του Δημήτρη Κονιδάρη
Η Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021 είναι μια αποφράδα ημέρα για τη χώρα μας και για τον πολιτισμό σε ολόκληρο τον κόσμο. Φαίνεται ψέμα αλλά, δυστυχώς, είναι αληθινό το νέο που ακούσαμε το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου. Ο παμμέγιστος Μίκης, ο κορυφαίος συνθέτης της χώρας μας και ένας από τους μεγαλύτερους του κόσμου κατά τον 20ο αιώνα, δεν είναι πια μαζί μας σωματικά. Σε ηλικία 96 ετών άφησε την τελευταία του πνοή βυθίζοντας στο πένθος τη χώρα μας και τους φίλους του σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μπορεί ο Μίκης να έγραψε πολλά βιβλία στα οποία αποτύπωνε τις ιδέες του και τη γενικότερη φιλοσοφική του στάση, μπορεί να υπήρξε ένας ακατάβλητος Αγωνιστής της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, της Ειρήνης και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης αλλά ήταν κι ο χαρισματικός, ο ανεπανάληπτος και πρωτοπόρος μουσουργός που χάρισε ογκωδέστατο και άφθαστου κάλλους συνθετικό έργο. Οι μελωδίες του προήλθαν από έναν εκρηκτικό συνδυασμό του ασύλληπτου ταλέντου του και των προσωπικών βιωμάτων του με τα ακούσματά του από το δημοτικό, παραδοσιακό και λαϊκό τραγούδι καθώς και από την Εκκλησιαστική μουσική. Αναμφιβόλως, λοιπόν, οι βασικές ρίζες της έμπνευσής του ήταν ελληνικές. Έτσι, κατάφερε να δημιουργήσει τα δικά του ξεχωριστά έργα που εντυπώθηκαν στη συλλογική μνήμη και έμειναν στην ελληνική και στην παγκόσμια μουσική ιστορία.
Ο Μίκης ήταν μεγάλος αγωνιστής από τα παιδικά του χρόνια και είχε δείξει τη διάθεσή του να παλεύει για τις αξίες που πίστευε. Ήδη από την Κατοχή ήταν πολύ δραστήριος ενώ μετά την Απελευθέρωση αποτέλεσε κόκκινο πανί για τις κυβερνήσεις και γι’ αυτό εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Στη δεκαετία του 1950 πήγε στην Γαλλία για σπουδές όπου έγραψε αρκετά έργα σε διάφορα είδη όπως συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου και μουσική για κινηματογράφο. Ωστόσο, ενώ μπορούσε να κάνει καριέρα ως συνθέτης κλασικής μουσικής, τελικά δεν ήθελε να μείνει μακριά από τις επιρροές της Ελληνικής μουσικής και η φιλοδοξία του ήταν να γράψει μουσική για το λαό. Κομβικό σημείο στη μυθική πορεία του αποτέλεσε η μελοποίηση του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου. Το εν λόγω ποίημα γράφτηκε από τον Λάκωνα ποιητή το 1936 μετά τα δραματικά γεγονότα του Μάη του 1936 στην Θεσσαλονίκη με την απεργία των καπνεργατών αλλά η μελοποίησή του έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 όταν ο Μίκης διέμενε ακόμα στο Παρίσι. Η πρώτη ηχογράφηση του έργου πραγματοποιήθηκε με ενορχήστρωση από τον Μάνο Χατζιδάκι και ερμηνεύτρια την Νάνα Μούσχουρη. Όμως, ο Μίκης ερχόμενος στη χώρας μας και μη έχοντας μείνει ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, θέλησε να προχωρήσει σε νέα ηχογράφηση του έργου αλλά, αυτή τη φορά, χρησιμοποιώντας λαϊκό όργανο (μπουζούκι) με τον κορυφαίο δεξιοτέχνη Μανώλη Χιώτη και λαϊκό τραγουδιστή, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Οι αντιδράσεις σε αυτό το τόλμημα ήταν πάρα πολλές όχι μόνο από στενόμυαλους κριτικούς αλλά και από μέλη της διανόησης, ακόμα και της αριστερής, που υποστήριζαν ότι η ιερή ποίηση του Ρίτσου διασύρεται από ένα μουσικό όργανο των χασικλήδων και έναν τραγουδιστή των παρακατιανών λαϊκών κέντρων της νύχτας. Εντούτοις, ο λαός αποδέχτηκε αυτή την ηχογράφηση πολύ εύκολα και ο Μίκης μαζί με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση έγιναν πρωταγωνιστές σε ένα μοναδικό φαινόμενο που όμοιό του δεν υπήρχε και ούτε έχει υπάρξει από τότε σε ολόκληρο τον κόσμο πλην της πατρίδας μας: Υψηλή ποίηση να τραγουδιέται μαζικά από τον απλό λαό, είτε πρόκειται για εργάτες και αγρότες είτε για φοιτητές και διανοούμενους. Η μελοποίηση του Επιταφίου ήταν καθοριστικής σημασίας γιατί σηματοδότησε τη μεγάλη αλλαγή στην ελληνική μουσική και οδήγησε σε μια λαμπρή περίοδο έως το 1980.
Η συνέχεια είχε μελοποίηση στίχων και άλλων μεγάλων ποιητών όπως Γιώργου Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Άγγελου Σικελιανού, Μανόλη Αναγνωστάκη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Τάσου Λειβαδίτη, Μιχάλη Κατσαρού και πολλών ακόμα με αποτέλεσμα ο Μίκης να δημιουργήσει πολλά από τα αριστουργηματικότερα έργα στην ελληνική μουσική. Από το 1960 έως το 1967 έδωσε πολλές συναυλίες ανά την επικράτεια καθιερώνοντας για πρώτη φορά τον όρο «λαϊκή συναυλία». Αυτό δεν γινόταν άνευ συνεπειών αφού ο Μίκης και οι συνεργάτες του υφίσταντο διώξεις από το επίσημο κράτος καθώς και το παρακράτος της εποχής. Μετά την κατάλυση της δημοκρατίας στις 21-4-1967, η μουσική του απαγορεύτηκε δια νόμου και ο Μίκης συνελήφθη και εξορίστηκε από τον Αύγουστο του 1967. Όσο, όμως, κι αν προσπάθησε το απεχθές καθεστώς να φυλακίσει το σώμα του Ολύμπιου Μίκη, ήταν αδύνατο να περιοριστεί το πνεύμα του και η δημιουργική του διάθεση έγινε ακόμα εντονότερη αφού στο διάστημα της φυλάκισής του και της εξορίας του συνέθεσε σπουδαία έργα.
Όταν αποφυλακίστηκε το 1970 κατόπιν πιέσεων προσωπικοτήτων διεθνούς ακτινοβολίας, ξεκίνησε έναν τιτάνιο αγώνα σε δεκάδες χώρες όπου πραγματοποίησε πάμπολλες συναυλίες γνωστοποιώντας παντού το ελληνικό ζήτημα. Έτσι το όνομά του έγινε συνώνυμο της Αντίστασης και της προσπάθειας για αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας ενώ πολλοί λαοί χρησιμοποίησαν τη μουσική του κατά τους αγώνες τους για ελευθερία, αυτοδιάθεση και κοινωνική δικαιοσύνη.
Μετά την Παλινόρθωση της Δημοκρατίας το 1974, ο Μίκης ποτέ δεν σταμάτησε να αγωνίζεται για τις ιδέες του. Παρέμεινε ταγμένος στην υπηρεσία όχι μόνο του ελληνικού λαού αλλά και όλων των λαών του κόσμου. Πάλεψε για ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων ανά την υφήλιο και συνέχισε να δίνει συναυλίες σε πολλά μέρη του πλανήτη προσελκύοντας πλήθος κόσμου κάθε φορά. Η ακτινοβολία του ήταν παγκόσμια και ο μέγας Μίκης ποτέ δεν σταμάτησε να στηρίζει τους αδικημένους και αδυνάτους. Από το 1974 και μετά απήλαυσε πολλές τιμές για το έργο του και τη δράση του και, ουσιαστικά, ευτύχησε να αναγορευθεί σε «εν ζωή μύθο», κάτι που ελάχιστοι επιτυγχάνουν σε οποιοδήποτε τομέα.
Οπωσδήποτε η οποιαδήποτε προσπάθεια να περιγραφεί το μεγαλείο του είναι εξαρχής καταδικασμένη σε παταγώδη αποτυχία. Η προσφορά του είναι τόσο μεγάλη και σημαντική που είναι υπερβολικά δύσκολο να εκτιμηθεί. Με το ασύγκριτο έργο του ενέπνευσε, ενίσχυσε και εμψύχωσε εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη και γι’ αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό να συμμετέχει, λιγότερο ή περισσότερο, όλος ο πλανήτης στο πένθος της χώρας μας.
Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στον Εθνικό και Παγκόσμιο Μίκη, τον Μίκη των Ελλήνων και όλου του κόσμου, ταιριάζουν καλύτερα τα λόγια του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου στον πρόλογο του βιβλίου του Μίκη «Μαχόμενη κουλτούρα»: «Μίκης Θεοδωράκης: ο πολυτάλαντος, ο πολυδιάστατος, ο πολυσύνθετος, ο πολυδύναμος….. Ο Μίκης, στον οραματικό δυναμισμό του, έχει κάτι από τον Σικελιανό και τον Μαγιακόβσκι, απ’ τον Ουγκό και τον Μπετόβεν. Ούτε στιγμή δεν θα βρούμε τον Μίκη σε χαλάρωση. Πάντα σε έξαρση…… Όλος μια τεντωμένη χορδή αέναα παλλόμενη, αδιάκοπα ανταποκρινόμενη και στο πιο ανεπαίσθητο νεύμα της Ιστορίας…… Ας μη νομιστεί ότι επιχειρώ να δώσω ένα υποτυπώδες έστω πορτραίτο του Μίκη. Ούτε την πρόθεση ούτε την ικανότητα έχω…».
Οπότε, μετά τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου, αυτό που μπορούμε να πούμε στον αξεπέραστο δημιουργό και κορυφαίο Έλληνα είναι «Μίκη, σε ευχαριστούμε για όλα».